- καλαμαράς
- I
Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Κρήτη.1. Γεώργιος. Καταγόταν από τον Άγιο Θωμά του Μονοφατσίου. Πήγε αρχικά στη Σμύρνη για σπουδές και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη της Ρωσίας, όπου σπούδασε φυσικές επιστήμες και ναυτιλιακά. Αργότερα κατατάχθηκε αξιωματικός στο ρωσικό ναυτικό, όπου διακρίθηκε και έφτασε στον βαθμό του αντιπλοιάρχου. Με τον βαθμό αυτό υπηρέτησε στον ρωσικό στόλο των Επτανήσων με ναύαρχο τον Λέλη. Έπειτα όμως από προστριβές του με τον ναύαρχο, παραπέμφθηκε σε ναυτοδικείο και καταδικάστηκε σε καθαίρεση και εξορία. Εγκαταστάθηκε τότε στο Ιάσιο, όπου δίδαξε ναυτιλιακά. Το 1821, μετά την άφιξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, υπηρέτησε υπό τις διαταγές του. Ο Υψηλάντης τον τοποθέτησε στο εννεαμελές γενικό βουλευτικό. Μετά την αποτυχία του κινήματος, ο Κ. πήγε στην Ελλάδα και διορίστηκε από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο σε ανώτερες πολιτικές υπηρεσίες. Τον Οκτώβριο του 1822 εγκαταστάθηκε στην Κρήτη, όπου προκάλεσε αντιδράσεις με την πολιτική που ακολούθησε. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις και μάλιστα έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην άλωση του φρουρίου του Κισσάμου (Μάιος 1823). Αργότερα έφυγε από την Κρήτη και πήγε στην Ύδρα, όπου αρρώστησε από πλευρίτιδα και πέθανε.2. Γεώργιος. Οπλαρχηγός από τον Μυλοπόταμο. Πολέμησε στην Κρήτη και αργότερα στην Πελοπόννησο, στο σώμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το 1825 αιχμαλωτίστηκε στο Νεόκαστρο και, αφού κατόρθωσε να διαφύγει, πήρε μέρος στις επιχειρήσεις στη Στερεά Ελλάδα στο σώμα του Καραϊσκάκη. Σκοτώθηκε στη μάχη του Αναλάτου Αττικής.IIΠεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 110 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 19 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανδρούσας.* * *ο (Μ καλαμαράς)νεοελλ.1. (με ειρων. κυρίως σημ.) άνθρωπος τής πέννας, που έχει διαρκώς μαζί του μελανοδοχείο και πέννα, γραφιάς, γραμματικός, γραμματισμένος, λόγιος, μορφωμένος2. φρ. «κόμμα τών καλαμαράδων» — το πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο κατά την Επανάσταση τού 1821 και τού οποίου τα περισσότερα μέλη ήταν λόγιοι, καλαμαράδεςμσν.αυτός που κατασκευάζει μελανοδοχεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλαμάρι + κατάλ. -άς (πρβλ. ψαρ-άς, ψωμ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.